προαποβίωση

προαποβίωση
η, Ν
1. θάνατος προσώπου ο οποίος συνέβη πριν από τον θάνατο άλλου προσώπου ή προηγήθηκε κάποιου γεγονότος
2. (νομ.) όρος που δηλώνει το γεγονός ότι ορισμένο πρόσωπο προηγήθηκε στον θάνατο από κάποιο άλλο και ως εκ τούτου κληρονομήθηκε από το άλλο αυτό πρόσωπο, του οποίου εν τέλει οι κληρονόμοι κληρονομούν και ό,τι αυτό κληρονόμησε από το προηγούμενο που πέθανε πρώτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προαποβιώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προαποβίωσις, μαρτυρείται από το 1851 στους Ελληνικούς Ιονίους Κώδικες].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”